Nικόλας Ακτύπης

Από το «you talking to me» του Ντε Νίρο, στο «όχι από μπροστά μου» του Κασιδιάρη

«Δύναμή σου οι οπαδοί σου», γράφουν τα πανό όλων των ομάδων. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινοβουλευτικές, όπως μαρτυρά η συνένοχη σιωπή για το «δεύτερο αγαπημένο κόμμα» πολλών, την Χρυσή Αυγή.

Τα παλιά τα χρόνια, όταν όλοι ζούσαμε στην παραζάλη που είχε δημιουργήσει το χρήμα που έρεε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρακολουθούσαμε πού και πού σε κάποιο δελτίο ειδήσεων εικόνες από κάποιο κοινοβούλιο του εξωτερικού.

Συνήθως αφορούσε μια μακρινή, εξωτική χώρα της Άπω Ανατολής (Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ και τέτοια έπαιζαν πολύ) και κάτω από τη γενικότερη ετικέτα «περίεργα-χιουμοριστικά», βλέπαμε ανθρωπάκια με κοστουμάκια να δέρνονται μεταξύ των. Κουνούσαμε το κεφάλι με νόημα και απορία και αναρωτιόμασταν μέσα μας πού στο καλό πάει ο κόσμος. Ή τι σόι δημοκρατικές διαδικασίες είναι αυτές.

Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης

Όχι πως εμείς δεν είχαμε τα δικά μας προβλήματα σχετικά με τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά αυτά εξαντλούνταν σε κάτι φωτογραφικές τροπολογίες, σε ορισμένες διατάξεις που έμοιαζαν ευνοϊκές μόνο για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τέτοια ψιλά. Προβλήματα δηλαδή που δοκίμαζαν τις αντοχές και την ελαστικότητα του πολιτεύματος και παράλληλα τις αντιστάσεις των πολιτών. Όταν αποδείχτηκε πως ούτε το ένα ούτε το άλλο κινδυνεύουν, συνεχίσαμε αμέριμνοι την πορεία μας. Αυτή που μας οδήγησε εδώ.

Το καλό με τα μνημόνια και το μπάχαλο που έφεραν ήταν η απομυθοποίηση σχετικά με τη σύνθεση της Βουλής και κατ’ επέκταση της κυβέρνησης. Παλιότερα πιστεύαμε πως το επώνυμο ή το επάγγελμα αποτελούσε το διαβατήριο που σε έστελνε από το περιστύλιο στο βήμα του ρήτορος. Παπανδρέου, Καραμανλής, Μητσοτάκης, γιατρός, δικηγόρος και οικονομολόγος θεωρούντο -και ήταν- σημαντικά εφόδια. Ακόμα είναι. Με μία διαφορά. Τα τελευταία χρόνια πήραμε χαμπάρι τη δύναμη της ψήφου. Το ότι ασκώντας το «ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμά μας», μπορούσαμε να στείλουμε στη Βουλή οποιονδήποτε. Ανθρώπους σαν κι εμάς.

Η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ο μοναδικός πολιτικός φορέας που ευνοήθηκε από τον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε αυτή η πρωτοφανής «εκλογική απελευθέρωση». Σίγουρα, όμως, υπήρξε εκείνος που ψάχνει περισσότερο από κάθε άλλον την ταύτιση με την ψυχοσύνθεση του μοντέρνου νεοέλληνα. Εκείνου του γεμάτου οργή τύπου, που η κρίση του έχει θολώσει από τις περικοπές, τις μειώσεις, τα κουρέματα και τους… εξορθολογισμούς. Του πολίτη που πάνω είχε αποφασίσει να γυρίσει την πλάτη του στο βαριά άρρωστο πολιτικό σύστημα ή αν δεν το έκανε, τουλάχιστον θα προσπαθούσε να του βγάλει τη γλώσσα με επιλογές τύπου Τραμπ. Ακατανόητες, αδικαιολόγητες και ακραίες.

Και το έκανε. Και μάλιστα όχι ένας, αλλά περίπου μισό εκατομμύριο τέτοιοι. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής έχουμε προσπαθήσει να το προσεγγίσουμε με ένα σωρό κόλπα και τρικ. Σχεδόν με οτιδήποτε δεν θα μας ανάγκαζε να «λερωθούμε» εμείς από την ύπαρξή της. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού ακόμη και πολλών που καταδικάζουν τις πρακτικές της υπάρχει εκείνο το «αλλά», που έρχεται πάντα να ανατρέψει ό,τι έχει ειπωθεί πριν από αυτό. Κι έτσι, μονίμως την ξεπλένουμε. Και το κάνουμε επειδή έχουμε διαπιστώσει πως δεν είναι τίποτα λιγότερο από έναν ελλειπτικό καθρέφτη στον οποίο υποθέτουμε πως βλέπουμε ένα κομμάτι μας να μεταμορφώνεται στον τιμωρό, θεματοφύλακα και τσαμπουκά που θα γουστάραμε να ήμασταν.

Το τελευταίο επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον κύριο Κασιδιάρη είναι από τα αγαπημένα στο σίριαλ της ζωής μας. Το «εμένα κοιτάς ρε» ως αφορμή για να πλακωθείς στη δουλειά, στο γήπεδο, στο φανάρι, στο γραφείο, την εξοχή, είναι το απόλυτο όνειρο από την εποχή που είδαμε τον Ντε Νίρο να το λέει έτσι πάνω-κάτω στον Ταξιτζή.

Το έχουμε δουλέψει άπειρες φορές στο μυαλό μας, επαναλαμβάνοντας κάθε φορά τη συγκεκριμένη ατάκα και δίνοντας της συνέχεια σε εικονικές σκηνές που σκαρώσαμε με τη φαντασία μας. Άσε που πολλές φορές δεν μείναμε καν στα λόγια. Αυτός ο εκφυλισμός και η υποτίμηση της ανθρώπινης υπόστασής μας, ταίριαξε απόλυτα με τα νέα ήθη στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Η βία είναι πλέον παντού αποδεκτή και αυτή η διαπίστωση δεν αφορά μόνο εκείνους που στέλνουν θιασώτες της στα έδρανα της Βουλής. Η πραγματική αποδοχή γίνεται μέσα από τη συνένοχη σιωπή της πλειοψηφίας. Σε μεγάλο βαθμό σιγοντάρει και επικροτεί αγοραίες εκφράσεις και αγελαίες συμπεριφορές. Και θα ήθελε με κάποιο μαγικό τρόπο που δεν θα λέρωνε τα δικά της χέρια, να έβλεπε εκείνα του κάθε «μάγκα» εκπροσώπου της μην περιορίζονται στην Κανέλλη ή τον Δένδια, αλλά να αγγίζουν όποιον -έτσι απλά- δεν τον γουστάρει.

Στις ομάδες το σύνθημα λέει «δύναμή σου είναι οι οπαδοί σου». Και όπως συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο, όλοι έχουμε μια δεύτερη ομάδα που συμπαθούμε κρυφά κι ενοχικά, πέρα από την επίσημη αγαπημένη. Στην πολιτική, πολλοί έχουν αποφασίσει πως ανεξάρτητα από το πού στέκονται ιδεολογικά, η Χρυσή Αυγή είναι το δεύτερο αγαπημένο τους κόμμα. Κι αυτό της δίνει δύναμη πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που της προσδίδουν οι 500.000 φανεροί υποστηρικτές της.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x